κωλυτός

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡτός Medium diacritics: κωλυτός Low diacritics: κωλυτός Capitals: ΚΩΛΥΤΟΣ
Transliteration A: kōlytós Transliteration B: kōlytos Transliteration C: kolytos Beta Code: kwluto/s

English (LSJ)

κωλυτή, κωλυτόν, to be hindered, Arr.Epict.2.5.8, al.; ὑπό τινος ib.1.17.27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut ou qu'il faut empêcher.
Étymologie: adj. verb. de κωλύω.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ἐμποδίσῃ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 8, κτλ.· ὑπό τινος 1. 17, 27.

Greek Monolingual

κωλυτός, -ή, -όν (Α) κωλύω
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εμποδίσει.