κυνοκλόπος

Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A dog-stealer, Ar. Ra.605.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων κύνας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 605.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de chien.
Étymologie: κύων, κλέπτω.

Greek Monolingual

κυνοκλόπος, -ον (Α)
αυτός που κλέβει σκύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο-κλόπος, φρενο-κλόπος].

Greek Monotonic

κῠνοκλόπος: -ον (κλέπτω), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοκλόπος: ὁ собакокрад (ирон. эпитет Геракла, вытащившего из Аида на поверхность земли Кербера) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοκλόπος -ου, ὁ [κύων, κλέπτω] hondendief.

Middle Liddell

κῠνο-κλόπος, ον κλέπτω
dog-stealing, Ar.