κωπήλατος

Revision as of 13:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A formed like an oar, dub.in Hsch. (κωπῆλα cod.).

German (Pape)

[Seite 1546] bei Hesych. κωπαιώδης, μακρός erkl., also ruderförmig gestreckt.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κωπήλατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος»)
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος, τροχ-ήλατος. Το -η-λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].