κόριψ

Revision as of 13:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

νεανίσκος, Hsch.; cf. κόρος (B). κορκόδειλος, κορκόδριλλος, κορκοδρίλλιον, A v. κροκόδιλος. κορκόδρυα· ὑδρόρυα, Id. κόρκορα, a bird (Perg.), Id. κόρκορος, v. κόρχορος.

Greek Monolingual

κόριψ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος σχηματισμός < κόρος + κατάλ. -ιψ].