κόρχορος

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρχορος Medium diacritics: κόρχορος Low diacritics: κόρχορος Capitals: ΚΟΡΧΟΡΟΣ
Transliteration A: kórchoros Transliteration B: korchoros Transliteration C: korchoros Beta Code: ko/rxoros

English (LSJ)

ὁ,
A = ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, blue pimpernel, Anagallis caerulea, Ps.-Dsc.2.178; παροιμιαζόμενος διὰ πικρότητα Thphr. HP 7.7.2; κόρκορος in Ar.V.239, Nic.Th.626: prov., κ. ἐν λαχάνοισι, 'a tailor among kings', Sch.Ar.l.c., etc.
II jute, Corchorus olitorius, Plin. HN21.89, 183.
III fat, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1489] ὁ, = κόρκορος, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

κόρχορος: или κόρκορος ὁ бот. корхор (горькая зелень, употреблявшаяся в пищу) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κόρχορος: ὁ, ἄγριόν τι λάχανον εὐτελές, ἔχον τὸ φύλλον ὠκιμῶδες καὶ γεῦσιν πικράν, παροιμιαζόμενος διὰ τὴν πικρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2· κόρκορος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 239, Νικ. Θηρ. 626· παροιμ., κ. ἐν λαχάνοις, ἐπὶ ἀνθρώπων προσποιουμένων τὸν μέγαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Παροιμιογρ. σ. 196, 323. ΙΙ. = ἀναγαλλίς, Πλίν. 25.92.

Greek Monolingual

ο (Α κόρχορος και κόρκορος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τιλιίδες
αρχ.
1. πικρό άγριο λάχανο
2. αναγαλλίς
3. (κατά τον Ησύχ.) λίπος
4. παροιμ. «κόρχορος ἐν λαχάνοις» — λεγόταν για ανθρώπους που παριστάνουν τους σπουδαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ., κατά τα άλλα άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (Thphr., Ps.-Dsc.),
Meaning: plant-name, blue pimpernel, ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, Anagallis caerulea; on the meaning Thiselton-Dyer JournofPhil. 33, 201.
Other forms: κόρκορος (Ar. V. 239, Nic. Th. 626)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Reduplicated formation (s. Strömberg Pflanzennamen 21); Pre-Greek.

Frisk Etymology German

κόρχορος: {kórkhoros}
Forms: κόρκορος (Ar. V. 239, Nik. Th. 626)
Grammar: m. (Thphr., Ps.-Dsk.),
Meaning: Pflanzenname, blauer Gauchheil, ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, Anagallis caerulea; zur Begriffsbestimmung Thiselton-Dyer JournofPhil. 33, 201.
Etymology: Reduplizierte Bildung (vgl. Strömberg Pflanzennamen 21) ohne Etymologie.
Page 1,927