κύφωμα

Revision as of 13:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A hump on the back, Hp.Art.41 (sg. and pl.); κυφώματα σπονδύλων Ruf. ap. Orib.45.30.43.

German (Pape)

[Seite 1539] τό, die Krümmung, der Buckel, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κύφωμα: τό, κύρτωμα ἐν τῷ σώματι, «καμπούρα» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 502, 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
t. de méd. bosse.
Étymologie: κύπτω.

Greek Monolingual

το (AM κύφωμα) κυφούμαι
το κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούραὅταν οὖν ἐν τοῑς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.)
μσν.
καμπύλωμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύφωμα -τος, τό [κυφόομαι] kromming, bochel.