ατος, τό, A plashing of water, Hsch. s.vv. ἀπόβρασμα, πομφόλυξ.
κόχλασμα: τό, = κάχλασμα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόβρασμα.
το (Α κόχλασμα) κοχλάζωκοχλασμός.