κόχλασμα

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόχλασμα Medium diacritics: κόχλασμα Low diacritics: κόχλασμα Capitals: ΚΟΧΛΑΣΜΑ
Transliteration A: kóchlasma Transliteration B: kochlasma Transliteration C: kochlasma Beta Code: ko/xlasma

English (LSJ)

-ατος, τό, plashing of water, Hsch. s.vv. ἀπόβρασμα, πομφόλυξ.

Greek (Liddell-Scott)

κόχλασμα: τό, = κάχλασμα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόβρασμα.

Greek Monolingual

το (Α κόχλασμα) κοχλάζω
κοχλασμός.