λεπτόστομος

Revision as of 13:47, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with small mouth, Arist.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 31] mit kleinem Munde, Ggstz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόστομος: -ον, ἔχων μικρὸν στόμα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 88Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόστομος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].

Russian (Dvoretsky)

λεπτόστομος: с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).