λευκόχροια

Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A whiteness, white colour, Placit.3.1.1.

German (Pape)

[Seite 35] ἡ, die weiße Farbe, Plut. plac. phil. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχροια: ἡ, τὸ λευκὸν χρῶμα, Πλούτ. 2. 892E.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
couleur blanche.
Étymologie: λευκός, χρόα.

Greek Monolingual

η (Α λευκόχροια) λευκόχρους
λευκότητα, ασπρίλα
νεοελλ.
λευκοδερμία.

Russian (Dvoretsky)

λευκόχροια: ἡ белый цвет, белизна Plut.