λακάζω

Revision as of 13:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = λάσκω, shout, howl, A.Th.186, Supp.872 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 8] (λακέω), rufen, schreien, neben αὔειν, Aesch. Spt. 168, ἰΰζειν, Suppl. 851.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκάζω: λάσκω, φωνάζω, ὠρύομαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 186, Ἱκέτ. 872.

French (Bailly abrégé)

crier.
Étymologie: DELG λάσκω.

Greek Monolingual

λακάζω (Α)
(ποιητ.) καλώ μεγαλοφώνως, ωρύομαι, φωνάζω («ἴυζε καὶ λάκαζε καὶ κάλει θεούς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- του λάσκω (πρβλ. αόρ. -λακ-ον) + -άζω].

Greek Monotonic

λᾰκάζω: = λάσκω, φωνάζω, ωρύομαι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰκάζω: кричать, вопить Aesch.

Frisk Etymological English

Other forms: λακεῖν, λακέρυζα etc..
See also: s. λάσκω.

Middle Liddell

λᾰκάζω, = λάσκω
to shout, howl, Aesch.

Frisk Etymology German

λακάζω: λακέρυζα λακεῖν, λακέρυζα usw.
{lakázō}
Grammar: v.
See also: s. λάσκω.
Page 2,74