λινωνία
English (LSJ)
ἡ, A purchase of flax, PPetr.3p.187, al. (iii B. C.).
Greek Monolingual
λινωνία, ἡ (Α)
αγορά λίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ωνία (< -ώνιος < ὠνοῦμαι), πρβλ. ισ-ωνία, παν-ωνία].
ἡ, A purchase of flax, PPetr.3p.187, al. (iii B. C.).
λινωνία, ἡ (Α)
αγορά λίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ωνία (< -ώνιος < ὠνοῦμαι), πρβλ. ισ-ωνία, παν-ωνία].