λελυμένως

Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv., (λύω A mildly, chronically, of fever, Hp.Coac.470, cf. Gal.16.672; openly, freely, τι περί τινος δηλῶσαι Chio Ep.7.3.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. pass. zu λύω, gelöst, zerstreut, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λελῠμένως: ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.

Greek Monolingual

λελυμένως (Α)
επίρρ.
1. ήπια, μαλακά
2. απροκάλυπτα, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελυμένος, μτχ. του λέλυμαι, παρακμ. του λύομαι].