ον, A = λυσίθριξ, Philostr.Ep.16, Nonn.D.19.331.
λῡσίκομος: -ον, = λυσίθριξ, Φιλόστρ. 925, Νονν. Δ. 19. 329.
-η, -ο (AM λυσίκομος, -ον)αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά, ξέπλεκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ-κομος, χρυσό-κομος].