λυσίκομος

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐκομος Medium diacritics: λυσίκομος Low diacritics: λυσίκομος Capitals: ΛΥΣΙΚΟΜΟΣ
Transliteration A: lysíkomos Transliteration B: lysikomos Transliteration C: lysikomos Beta Code: lusi/komos

English (LSJ)

λυσίκομον, = λυσίθριξ, Philostr.Ep.16, Nonn. D. 19.331.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίκομος: -ον, = λυσίθριξ, Φιλόστρ. 925, Νονν. Δ. 19. 329.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσίκομος, -ον)
αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά, ξέπλεκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύκομος, χρυσόκομος].

German (Pape)

[ῡ], = λυσίθριξ, Sp. Bei Opp. Cyn. 3.128 v.l. für λυσίτοκος.