λυροθελγής
English (LSJ)
ές, A charmed by the lyre, AP9.250 (Honest.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠροθελγής: -ές, ὑπὸ τῆς λύρας θελγόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 250.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
que charment les sons de la lyre.
Étymologie: λύρα, θέλγω.
Greek Monolingual
λυροθελγής, -ές (Α)
αυτός που θέλγεται από το άκουσμα της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. παν-θελγής, φρενο-θελγής].
Greek Monotonic
λῠροθελγής: -ές (θέλγω), αυτός που θέλγεται από τη λύρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠροθελγής: зачарованный звуками лиры Anth.