ές, A lamplike, φῶς Iamb.Protr.21.κδ'.
λυχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λύχνον, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 360. Kiessl.
-ές (Α λυχνοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με λύχνο κατά το σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -ειδής].