λυχνοειδής

Revision as of 14:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A lamplike, φῶς Iamb.Protr.21.κδ'.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λύχνον, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 360. Kiessl.

Greek Monolingual

-ές (Α λυχνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύχνο κατά το σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -ειδής].