λυχνοειδής

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνοειδής Medium diacritics: λυχνοειδής Low diacritics: λυχνοειδής Capitals: ΛΥΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lychnoeidḗs Transliteration B: lychnoeidēs Transliteration C: lychnoeidis Beta Code: luxnoeidh/s

English (LSJ)

λυχνοειδές, lamp-like, φῶς Iamb.Protr.21.κδ'.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λύχνον, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 360. Kiessl.

Greek Monolingual

-ές (Α λυχνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύχνο κατά το σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -ειδής].