Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
Full diacritics: λυχνοειδής | Medium diacritics: λυχνοειδής | Low diacritics: λυχνοειδής | Capitals: ΛΥΧΝΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: lychnoeidḗs | Transliteration B: lychnoeidēs | Transliteration C: lychnoeidis | Beta Code: luxnoeidh/s |
λυχνοειδές, lamp-like, φῶς Iamb.Protr.21.κδ'.
λυχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λύχνον, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 360. Kiessl.
-ές (Α λυχνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύχνο κατά το σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -ειδής].