μαγευτής

Revision as of 14:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = μάγος, D.C.52.36.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγευτής: -οῦ, ὁ, = μάγος, Δίων Κ. 52. 36· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 316.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) μαγεύω
μάγος
νεοελλ.
ως επίθ.
1. μαγικός
2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση»).