μάχλης

Revision as of 14:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A = μάχλος, Hsch.:—fem. μαχλίς, Id.

German (Pape)

[Seite 103] ὁ, = μάχλος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μάχλης: -ου, ὁ, = μάχλος, Ἡσύχ.· θηλ. μαχλίς, αὐτόθι.

Greek Monolingual

μάχλης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο μάχλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάχλος «λάγνος, ακόλαστος», κατά τα αρσ. σε -ής].