μακροτέρω

Revision as of 14:38, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A farther off, Id.Pr.901a22.

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek Monolingual

μακροτέρω (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.

Russian (Dvoretsky)

μακροτέρω: (ς) compar. к μακρῶς.