μισόπατρις
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, A hater of one's country, Arr.Epict.3.20.6.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 6.
Greek Monolingual
μισόπατρις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μισεί την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πατρίς, -ίδος (πρβλ. φιλό-πατρις)].