μισόπατρις

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόπατρις Medium diacritics: μισόπατρις Low diacritics: μισόπατρις Capitals: ΜΙΣΟΠΑΤΡΙΣ
Transliteration A: misópatris Transliteration B: misopatris Transliteration C: misopatris Beta Code: miso/patris

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, hater of one's country, Arr.Epict.3.20.6.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 6.

Greek Monolingual

μισόπατρις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μισεί την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πατρίς, -ίδος (πρβλ. φιλόπατρις)].