μακροπόρευτος

Revision as of 14:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A far-journeying, μ. βίος PLit.Lond.98 ii 12 (Dioscorus).

Greek Monolingual

μακροπόρευτος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που πορεύεται μακριά ή εκτείνεται σε μεγάλη χρονική απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πορευτός (< πορεύομαι)].