μειδίαμα

Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A smile, smiling, smirk, grin, Luc.Bis Acc.28: pl., Plu.Sull. 35, Corn.ND24:—also μειδίασις, -εως, ἡ, Poll.6.199, Porph.Abst.4.6:

German (Pape)

[Seite 115] τό, = μείδημα, Luc. bis accus. 28, Long. u. a. Sp.; im plur. Plut. Sull. 35.

Greek (Liddell-Scott)

μειδίᾱμα: τό, «χαμόγελο», Λουκ. Δὶς Κατηγ. 28, Πλουτ. Σύλλας 35· παρ’ Ἡσυχ. μειδίασμα· ― μειδίᾱσις, εως, ἡ, καὶ μειδιασμός, οῦ, ὁ, μειδίαμα, «χαμόγελο», Πολυδ. ϛʹ, 199· ― μειδιαστικός, ή, όν, ὁ ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ μειδιᾶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 27.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
le sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Greek Monolingual

και μειδίασμα, το (ΑM μειδίαμα, Α και μειδίασμα) μειδιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μειδιώ, ελαφρό γέλιο, χαμόγελο
νεοελλ.
ειρωνικό χαμόγελο («με το μειδίαμα στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε»).

Greek Monotonic

μειδίᾱμα: -ατος, τό, χαμόγελο, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μειδίᾱμα: ατος τό Plut., Luc. = μείδημα.

Middle Liddell

μειδίᾱμα, ατος, τό,
a smile, Plut., Luc. from μειδιάω