μειδιαστικός
From LSJ
English (LSJ)
μειδιαστική, μειδιαστικόν, conducive to smiling: μειδιαστικόν, τό, hilarity, ib.27.
German (Pape)
[Seite 115] zum Lächeln geneigt, Schol. Ar. Plut. 27.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μειδιαστικός, -ή, -όν) μειδιώ
1. αυτός που έχει σχέση με το μειδίαμα ή έχει κλίση προς το μειδίαμα
2. συνεκδ. αυτός που είναι συνήθως γελαστός, πρόσχαρος.