μελανθέλαιον

Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A oil of μελάνθιον, Dsc.1.37 (marg.).

German (Pape)

[Seite 119] τό, Oel aus Melanthium, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μελανθέλαιον: τό, ἔλαιον τοῦ μελανθίου, Διοσκ. 1. 46, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
huile de nielle.
Étymologie: μελάνθιον, ἔλαιον.

Greek Monolingual

μελανθέλαιον, τὸ (Α)
το έλαιο του μελανθίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνθιον + ἔλαιον.