μισότυφος

Revision as of 15:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A hating humbug, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 192] Feind von Aufgeblasenheit, Luc. Pisc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσότῡφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν τῦφον, τὴν ὑπερηφανίαν, Λουκ. Ἁλιεῖς 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait l’orgueil, la vanité.
Étymologie: μισέω, τῦφος.

Greek Monolingual

μισότυφος, -ον (Α)
αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνό-τυφος, φιλό-τυφος)].

Greek Monotonic

μῑσότῡφος: -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μῑσότῡφος: ненавидящий чванство Luc.

Middle Liddell

μῑσό-τῡφος, ον
hating arrogance, Luc.