περηφάνια
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
η, ΝΜ περήφανος
η υπερηφάνεια, η ιδιότητα ή η εκδήλωση του περήφανου, ηθική στάση που απορρέει από την πίστη και την αγάπη στον εαυτό μας ή σε κάτι που έχει σχέση με αυτόν και εκδηλώνεται ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη ή, όταν είναι υπερβολική, ως σύμπλεγμα ανωτερότητας, ως αλαζονεία και έπαρση.