μολυβδόχαλκος

Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A alloy of lead and copper, Zos.Alch.p.157 B.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδόχαλκος: -ον, μέταλλόν τι μικτὸν ἐκ μολύβδου καὶ χαλκοῦ, Συνέσ. παρὰ Φαβρικ. 8. 245 (ἔκδ. 1717)· - μολιβόχαλκος.

Greek Monolingual

μολυβδόχαλκος, -ον (Α)
αυτός που αποτελεί κράμα μολύβδου και χαλκού.