μονορύχης

Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A digging with one point, ὄρυξ AP6.297 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 204] ὁ, ein Grabewerkzeug mit einer Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης.

Greek (Liddell-Scott)

μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ, ἐπὶ ἐργαλείου ὁ σκάπτων μὲ ἓν μόνον ὀξὺ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6. 297. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σελ. 313.

Greek Monolingual

μονορύχης και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α)
(για εργαλείο) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ορύχης (< ορύσσω)].

Greek Monotonic

μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει με τη μία μόνο άκρη της δικέλλας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μονορύχης: дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый (ὄρυξ Anth.).

Middle Liddell

μον-ορύ˘χης, ου, ὁ, ὀρύσσω
digging with one point, Anth.