ὄρυξ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
ῠγος, ὁ (ὄρυγξ Hsch.),
A pickaxe or any sharp iron tool for digging, AP6.297 (Phan.).
II a kind of gazelle or antelope, in Egypt and Libya, so called from its pointed horns, beisa, Oryx leucoryx, described as μονόκερως, Arist.HA499b20, PA663a23, cf. Callix. 2, LXX De.14.5, Ph.2.353, Plu.2.974f, Opp.C.2.446, 4.34, Ael.NA7.8.
2 ὄ. τετράκερως Indian four-horned antelope, Tetraceros quadricornis, ib.15.14; also an Indian gazelle, ib.13.25.
III a great fish, perhaps narwhal, Monodon monoceros, or a kind of whale, Str.3.2.7.
German (Pape)
[Seite 388] υγος, auch ὄρυγξ, υγγος, ὁ, 1) spitziges Eisen zum Graben od. Bohren, bes. Spitzeisen, Werkzeug des Steinmetzen zum Einhauen, Eingraben in Stein; neben Ackergeräthschaften nennt Phani. 4 (VI, 297) δαπέδων μουνορυχὰν ὄρυγα, Hesych.; vgl. Lob. Phryn. 231. – 2) eine Gazellenart in Aegypten od. Libyen, wegen ihrer graden spitzigen Hörner so benannt, Ath. V, 200 e, wo Schweigh. zu vergleichen; Opp. Cyn. 3, 3. – 3) eine Wallfischart, vielleicht das Seeeinhorn, Strab.
French (Bailly abrégé)
ὄρυγος (ὁ) :
1 antilope d'Égypte ou de Libye, animal;
2 sorte de baleine, poisson.
Étymologie: ὀρύττω.
Russian (Dvoretsky)
ὄρυξ: ῠγος ὁ
1 кирка или лом Anth.;
2 африканская антилопа (с длинными и острыми рогами, предполож. Oryx leucoryx) Arst.;
3 предполож. нарвал (рыба Monodon monoceros) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρυξ: -ῠγος, ὁ, (Ἡσύχ. ὄρυγξ), σκαφίου εἶδος, σκαπάνη, πᾶν ὀξὺ σιδηροῦν ἐργαλεῖον πρὸς σκάφην, Ἀνθ. Π. 6. 297· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 231. ΙΙ. εἶδος δορκάδος ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Λιβύῃ οὕτως ὀνομασθείσης ἐκ τῶν ὀξέων κεράτων της, Oryx leucoryx, ἢ beïsa, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 7, ― ἔνθα περιγράφεται ὡς μονόκερως. ΙΙΙ. εἶδος μεγάλου ἰχθύος, πιθαν. κῆτός τι, Λατ. orca, Στράβ. 145, Πλούτ. 2. 974Ϝ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321.
Greek Monotonic
ὄρυξ: -ῠγος, ὁ (ὀρύσσω), αξίνα, τσάπα, σε Ανθ.