μνιός
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μνιός: ἁπαλός, παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀνεκδ. Κραμ. τ. 2, σ. 378, 1, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μνοῖον.
Greek Monolingual
μνιός (Α)
απαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μνίον.
μνιός: ἁπαλός, παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀνεκδ. Κραμ. τ. 2, σ. 378, 1, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μνοῖον.
μνιός (Α)
απαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μνίον.