απαλός
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἁπαλός, -ή, -όν)
1. μαλακός στην αφή, τρυφερός
2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός
νεοελλ.
1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός
2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός
3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» — από την πολύ μικρή, την παιδική ηλικία
αρχ.
1. μτφ. ήσυχος, ήπιος, γλυκός
2. (με κακή σημασία) μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, όπως σύνδεση με το αβρός ή με saqua «εξασθενώ» ή με ara «πατέρας», είναι αβέβαιες. Η αρχική σημασία της λ. είναι «τρυφερός, λεπτός, μαλακός» και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για να χαρακτηρίσει το ανθρώπινο σώμα, τη σάρκα, ενώ με μτφ. σημ. απαντά μόνο στην ομηρική φρ. «ἁπαλὸν γελάσαι».
ΠΑΡ. απαλότης, απαλύνω
αρχ.
απαλία, απαλίας, απάλιον
νεοελλ.
απαλοσύνη.
ΣΥΝΘ. απαλόσαρκος, απαλόστρακος, απαλότριχος (-θριξ)
αρχ.
απαλοσώματος, απαλόφρων, απαλόχροος
αρχ.-μσν.
απαλοτρεφής
μσν.
απαλόβιος, απαλόπνοος, απαλοπτέρυξ, απαλόψυχος
νεοελλ.
απαλογύριστος, απαλοζώνω].