νήκτης

Revision as of 15:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, (νήχω) A swimmer, Poll.1.97; ἐχθρὸν ἀεὶ νήκτῃσι prob. in Philosteph.Hist.17.

Greek (Liddell-Scott)

νήκτης: -ου, ὁ, (νήχω) κολυμβητής, Πολυδ. ϛʹ, 45.

Greek Monolingual

νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α)
1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής
2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. -της (πρβλ. δέκ-της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ- + επίθημα -τρίς (πρβλ. ψηκ-τρίς)].