ἡ, Aeol., A = νουμηνία, IG12(2).81.1 (Mytil.), Milet.3 No.152.37 (ii B.C.; νεναμέρα lapis).
νεαμέρα, ἡ (Α)(αιολ. τ.) νουμηνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἁμέρα, δωρ. τ. του ἡμέρα.