νουμηνία
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ἡ, Att. contr. for νεομηνία (which occurs in Pi.N.4.35, Hdt.6.57 (pl.), PMag.Leid.W.1.28,9.43 (pl.), Gal.14.298):—also νευμηνία, SIG1106.19 (Cos, iv/iii B.C.); νεμονηΐα, GDI5015.28, al. (Crete); νομενία, PCair.Zen.167.5 (iii B.C.):—new moon: the first of the month, Pi.l. c., Antipho Fr.58 (pl.), Ar.Eq.43, Ach.999 (pl.), etc.; ν. κατὰ σελήνην to denote the true or natural new moon, as opp. to the νουμηνία of the calendars, Th.2.28; also ἡ κατὰ θεὸν ν. PMag.Par.1.787, 2389; ν. τοῦ ἔτους, of the spring equinox, Ptol.Tetr.91.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 commencement d'un mois ou d'une lune;
2 premier jour du mois, à Rome les calendes.
Étymologie: contr. de νεομηνία, de νέος, μήνη.
German (Pape)
ἡ, att. (Phryn. in B.A. 52) = νεομηνία; Pind. N. 4.35; Xen. An. 5.6.23 und A.; Thuc. sagt auch νουμηνία κατὰ σελήνην, umbestimmter den Neumond selbst zu bezeichnen, 2.28.
Russian (Dvoretsky)
νουμηνία: ἡ1) (тж. ν. κατὰ σελήνην Thuc. и ν. τοῦ μηνός Plut.) новолуние Pind., Xen., Arph. etc.;
2) первое число месяца Pind.;
3) (римские) календы (ν. τοῦ Μαρτίου μηνός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νουμηνία: ἡ, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ τοῦ νεομηνία (ὅπερ ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ.), ἡ νέα σελήνη, ἥτις ἦτο ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀρχαίου σεληνιακοῦ μηνός: - ἐντεῦθεν, ἐν τοῖς μετέπειτα χρόνοις, ὅτε δὲν εγίνετο πλέον χρῆσις τοῦ σεληνιακοῦ μηνὸς (ἴδε ἕνος 2) ἦτο ἔτι ἐν χρήσει ἡ λέξις πρὸς δήλωσιν τῆς πρώτης τοῦ μηνός, Πινδ. 4. 57, Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 397D, Ἀριστοφ. Ἱππ. 43, κτλ.· ν. κατὰ σελήνην, ἡ ἀληθὴς ἡ ὄντως νέα σελήνη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ νουμηνία τῶν ἡμερολογίων, Θουκ. 2. 28· πληθ., Ἡρόδ. 6. 57, 1, Ἀριστοφ. Ἀχ. 999.
English (Strong)
feminine of a compound of νέος and μήν (as noun by implication, of ἡμέρα); the festival of new moon: new moon.
Greek Monolingual
και νεομηνία, η (Α νουμηνία και ιων. τ. νεομηνία και νεμονηΐα και νομενία)
η αρχή της νέας Σελήνης και συνεπώς του νέου σεληνιακού μήνα
νεοελλ.
χρονική στιγμή κατά την οποία η Σελήνη βρίσκεται σε σύνοδο, δηλαδή ανάμεσα στη Γη και στον Ήλιο, και γι' αυτό δεν φαίνεται, ενώ εισέρχεται σε νέα φάση της περιφοράς της γύρω από τη Γη
αρχ.
πρωτομηνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεομηνία < νέος + μήνη «σελήνη» (< μήν, μηνός), πρβλ. ιερο-μηνία. Ο τ. νουμηνία < νεομηνία με συναίρεση. Οι τ. νεμονηΐα και νομενία αποτελούν παρλλ. παρεφθαρμένους τύπους της λ.].
Greek Monotonic
νουμηνία: (νέος, μήν), ἡ, Αττ. συνηρ. αντί νεο-μηνία, η Νέα Σελήνη, η πρώτη μέρα του μήνα, σε Πίνδ., Αριστοφ.· νουμηνία κατὰ σελήνην, σημαίνει την πραγματικά νέα σελήνη, αντίθ. προς τη νουμηνία των ημερολογίων, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
νου-μηνία, ἡ, Attic contr. for νεομηνία νέος, μήν]
the new moon, the first of the month, Pind., Ar.; ν. κατὰ σελήνην, to denote the true new moon, as opp. to the νουμηνία of the calendars, Hdt., Ar., etc.
Chinese
原文音譯:noumhn⋯a 奴-姆你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:新-月 相當於: (חֹדֶשׁ) (רֹאשׁ)
字義溯源:新月之慶,陰曆初一,新月,月朔,節期;由(νέος)*=新)與(μήν2)*=月)組成
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 月朔(1) 西2:16
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=νέο φεγγάρι, ἡ πρώτη τοῦ μήνα). Συνηρ. ἀντί νεομηνία. Ἀπό τό νέος + μήν. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στίς λέξεις μήν καί νέος.