ναυκραρία

Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A naucrary (v. ναύκραρος), Arist.Ath.8.3, Clidem.8, Phot.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, die Gemeinschaft athenischer Bürger, an deren Spitze ein ναύκραρος stand, den späteren συμμορίαι entsprechend, Poll. 8, 108 u. Phot., nach denen zwölf auf eine Phyle gehen; Poll. sagt ν. ἑκάστη δύο ἱππέας παρεῖχε καὶ ναῦν μίαν, ἀφ' ἧς ὠνόμασται. Vgl. Böckh Staatshaush. I, 275 ff., Herm. griech. Staatsalterth. § 99, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκρᾱρία: ἡ, τὸ δωδέκατον μέρος φυλῆς, «ἐκ δὲ τῆς φυλῆς ἑκάστης ἦσαν νενεμημέναι τριττύες μὲν τρεῖς, ναυκραρίαι δὲ δώδεκα καθ’ ἑκάστην, ἐπὶ δὲ τῶν ναυκραριῶν ἀρχὴ καθεστηκυῖα ναύκραροι, τεταγμένοι πρός τε τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰς δαπάνας τὰς γιγνομένας» Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 10. 17, ἔκδ. Blass, Ἀποσπ. 349, Κλειτόδημ. 8, Πολυδ. Η΄, 108.

Spanish

naucraría

Greek Monolingual

ναυκραρία, ἡ (Α) ναύκραρος
(στην αρχ. Αθήνα) το δωδέκατο μέρος καθεμιάς από τις φυλές της Αττικής.

Russian (Dvoretsky)

ναυκρᾱρία: ἡ навкрария (каждое из 48 подразделений гражданского населения Афин, по 12 от каждой из 4 древнейших фил, обязанное поставлять государству по одному кораблю - триреме - и по два всадника; Клисфен довел их число до 50, по 5 от каждой из 10 фил) Arst.