ναύκραρος
English (LSJ)
ὁ, in early Athens, the chief official of a division (ναυκραρία) of the citizens for financial and administrative purposes, Lex Solonis ap.Arist.Ath.8.3, etc.; οἱ πρυτάνιες τῶν ν. Hdt. 5.71; [Κλεισθένης] κατέστησε δημάρχους τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐπιμέλειαν τοῖς πρότερον ν. Arist.Ath.21.5; cf. ναύκληρος II.2, ναύκλαρος. (-κραρος prob. = 'chief', cf. pr. n. [Λ]ακραρίδας IG7.1931: from -κρᾱσρος, cf. κάρα.)
German (Pape)
[Seite 231] ὁ (ursprünglich ei n Wort mit ναύκληρος, Schiffspatron, vgl. Böckh Staatsh. II, 87 u. ναυκραρία), Vorsteher einer alten Bürgergemeinschaft in Athen, wo das Volk in vier Phylen, jede Phyle in zwölf ναυκραρίαι eingetheilt war, deren jede ein Schiff stellen und ausrüsten mußte; wahrscheinlich wurde der Reichste in solcher Bürgerabtheilung, der am meisten zu den Kosten hergab, der Schiffspatron und zugleich Vorsteher seiner Abtheilung, der besonders die Geldbeiträge zu erheben hatte. Nach Kleisthenes' Eintheilung in zehn φυλαί treten die δήμαρχοι an die Stelle der ναύκραροι, und die δῆμοι an die der ναυκραρίαι, obwohl sie für den besonderen Zweck der Schiffsausrüstung noch, funfzig an Zahl, fortbestanden zu haben scheinen. Später συμμορίαι. Bei Her. 5, 71 heißen die neun Archonten πρυτάνις τῶν ναυκράρων, wenn man Thuc. 1, 126 vergleicht. S. noch Schol. Ar. Nubb. 37, Lob. Phryn. 431 u. die unter ναυκραρία angeführten Schriften.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
président de section de chaque tribu, à Athènes.
Étymologie: ναῦς, κράτος.
Russian (Dvoretsky)
ναύκρᾱρος: ὁ κάρα или κράτος навкрар, руководитель навкрарии (см. ναυκραρία) Her., Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ναύκρᾱρος: ὁ, ἐν Ἀθήναις, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν διαίρεσιν (ναυκραρίαν) τῶν πολιτῶν, αἵτινες δι’ οἰκονομικοὺς λόγους εἶχον κατασταθῇ πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Σόλωνος. Ὑπῆρχον δὲ 4 ἐν ἑκάστῃ φρατρίᾳ, ἑπομένως 12 ἐν ἑκάστῃ τῶν παλαιῶν 4 φυλῶν, ἐν ὅλῳ 48, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει ναύκλαροι). Δὲν φαίνεται ὅτι εἶχον σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ ναυτικόν, ἕως οὗ ὁ Σόλων ἐπέβαλεν εἰς ἕκαστον αὐτῶν νὰ παρέχῃ εἰς τὴν πολιτείαν ἓν πλοῖον καὶ δύο ἱππεῖς· ὥστε ἡ ἐκ τοῦ ναῦς ἐτυμολογία εἶναι ἧττον πιθανὴ τῆς ἐκ τοῦ ναίω, ἐπειδὴ πιθαν. οἱ ναύκραροι ἦσαν οἱ πρῶτοι κτηματικοὶ (πρβλ. ναύκληρος ΙΙ), Grote H. of Gr. 3, σελ. 71 κἑξ. Οἱ δὲ πρυτάνεις τῶν ναυκράρων ἀντεστοίχουν πρὸς τοὺς μετὰ ταῦτα δημάρχους· διότι τὰς ναυκραρίας ἀντικατέστησαν οἱ δῆμοι κατὰ τὴν νομοθεσίαν τοῦ Κλεισθένους, ἴδε Ἡρόδ. 5. 71, ἐν παραβολῇ πρὸς Θουκ. 1. 126· κατέστησε δὲ (ὁ Κλεισθένης) καὶ δημάρχους τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐπιμέλειαν τοῖς πρότερον ναυκράροις· καὶ γὰρ τοὺς δήμους ἀντὶ τῶν ναυκραριῶν ἐποίησεν Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 31. 12, 11. 1, 4, ἔκδ. Blass, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 37· πρβλ. καὶ Thirlw. Hist. Gr. 2, σελ. 22, 52, Grote ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀλλ’ ἡ διαίρεσις εἰς ναυκραρίας διετηρήθη ἐν τοῖς πλείστοις τῶν οἰκονομικῶν πραγμάτων αὐξηθέντος τοῦ ἀριθμοῦ αὐτῶν εἰς 50 (5 ἐν ἑκάστῃ τῶν 10 νέων φυλῶν), Böckh. Ρ. Ε. 1. 341.
Spanish
naucraro
Greek Monolingual
ναύκραρος, ὁ (Α)
πολύ πλούσιος πολίτης ο οποίος ήταν αρχηγός της ναυκραρίας και ασκούσε οικονομικά και διοικητικά καθήκοντα πριν από την εποχή του Σόλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ναύκληρος.
Greek Monotonic
ναύκρᾱρος: ὁ, στην Αθήνα, μία από τις διακρίσεις των πολιτών, θεσπισμένη πριν από την εποχή του Σόλωνα για οικονομικούς σκοπούς. Υπήρχαν 4 σε κάθε φρατρία, 12 σε κάθε μία φυλή από τις 4 που υπήρχαν, στο σύνολό τους 48, που αργότερα αυξήθηκε σε 50. Προφανώς πρόκειται για παλαιότερο τύπο του ναύκληρος· ετυμολογική σύνδεση με τη λέξη ναῦς = πλοίο, δεν έχει εξηγηθεί.
Middle Liddell
ναύ-κρᾱρος, ὁ,
at Athens, one of a division, of the citizens, made for financial purposes before Solon.'s time. There were 4 in each φρατρία, 12 in each of the 4 old φυλαί, in all 48, afterwards increased to 50. (Apparently an old form of ναύ-κληρος: but the connection of the word with ναῦς ship is not explained.)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀνῆκε σέ μιά ναυκραρία, δηλ. οἰκονομική διαίρεση τῶν Ἀθηναίων πρίν ἀπό τό Σόλωνα). Πιθανόν τό πρῶτο συνθετικό νά εἶναι τό ναίω (=κατοικῶ), γιατί οἱ ναύκραροι ἦταν οἱ πρῶτοι κτηματικοί, ἐνῶ δέν εἶχαν σχέση μέ τό ναυτικό.