νεολεξία

Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A tirocinium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 242] ἡ, Zustand des Neuangeworbenen, tirocinium.

Greek (Liddell-Scott)

νεολεξία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ νεόλεκτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

(I)
η
το να λέει κανείς κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].
(II)
νεολεξία, ἡ (Α) νεόλεκτος
η κατάσταση του νεολέκτου.