νευρότρωτος

Revision as of 16:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A wounded in the sinews or tendons, Dsc.1.58, Androm. ap. Gal.13.419, Gal.13.563, Alex.Aphr.Pr.1.50.

Greek (Liddell-Scott)

νευρότρωτος: -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ νεῦρα ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344.

Greek Monolingual

νευρότρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τραυματίστηκε στα νεύρα ή στους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τρωτός (< τι-τρώ-σκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος, τενοντό-τρωτος].