τένοντας

From LSJ

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source

Greek Monolingual

ο / τένων, -οντος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ανατ. σχοινιοειδής ή ταινιοειδής ινώδης σχηματισμός ποικίλου μήκους και με υπόλευκο χρώμα, ο οποίος συνδέει τους μυς με τα οστά ή με άλλα ανατομικά στοιχεία
2. φρ. «αχίλλειος τένοντας»
ανατ. ο καταφυτικός τένοντας του τρικέφαλου κνημιαίου μυός στη φτέρνα, το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέως, από όπου πήρε και την ονομασία
αρχ.
1. ισχυρό και τεντωμένο νεύρο
2. το πόδι
3. (συν. στον Όμ. στον πληθ.) οἱ τένοντες
οι ισχυροί μύες του αυχένα
4. μτφ. η κορυφογραμμή («Καυκασίῳ δὲ τένοντι καὶ ῥηγμῖνι Κυταίῃ», Ανθ. Παλ.)
5. φρ. α) «τένωνὀπίσθιος» — ο αχίλλειος τένοντας (Ιπποκρ.)
β) «τένων πούς» — τεντωμένο πόδι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τεν- του τείνω, με επίθημα -ων, -οντος (πρβλ. γέρων, -οντος), βλ. και λ. τείνω.