νεοσσίον

Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Att. νεοττ- (later νοσσίον Lyr.in Philol.80.336), τό, Dim. of νεοσσός, A nestling, chick, Arist.HA536a30: metaph., τοῦ πατρὸς ν. 'chip of the old block', Ar.Av.767, cf. Thphr.Char.2.6. 2 yolk of an egg, Men.42 (prob.), Diph.121, Hsch.

Greek Monolingual

νεοσσίον και νοσσίον, (το ΑΜ, Α και νεόσσιον και αττ. τ. νεοττίον και νεόττιον) νεοσσός)]
μικρός νεοσσός, πουλάκι («πλὴν ἡ θήλεια παύεται ὅταν ἐπωάζῃ τὰ νεόττια αὐτῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κρόκος αβγού
2. φρ. «πατρὸς νεοττίον» — παιδί που σε όλα είναι όμοιο με τον πατέρα του.

Greek Monotonic

νεοσσίον: Αττ. νεοττίον, τό, υποκορ. του νεοσσός, νεοττός, κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, νέο πτηνό που μόλις έχει εκκολαφθεί, σε Αριστοφ.