νησιάζω

Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = νησίζω 1, Str.1.3.18, Ph.1.622; ἄκρα νησιάζουσα peninsular, Stad.202.

Greek (Liddell-Scott)

νησιάζω: νησίζω, Στράβ. 58 (ἀλλὰ νησίζω, 59), 232: - ὡσαύτως, νησεύομαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 25. 48.

Greek Monolingual

νησιάζω (Α) νήσος
1. νησίζω
2. φρ. «ἄκρα νησιάζουσα» — χερσόνησος.

Greek Monotonic

νησιάζω: = νησίζω, σε Στράβ.

Middle Liddell

νησιάζω, = νησίζω, Strab.]