χερσόνησος
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q.v.), Dor. χερσόνασος SIG709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q.v.):—
A peninsula, Hdt. 4.12, Th.6.97, Str.16.2.10, Plu.Pyrrh.6, etc.
2 island with a bridge to it, Paus.5.24.1.
II as pr. n., of various peninsulas, esp.
1 the Chersonese, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.6.33.
2 the Tauric Chersonese or Crimea, Id.4.99, etc.
3 the peninsula between Epidaurus and Troezen, Th.4.42.
German (Pape)
[Seite 1351] att. χεῤῥόνησος, poet. auch χερόνησος, ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) ; néo-att. χερρόνησος;
I. presqu'île, péninsule;
II. n. géogr.
1 la Chersonèse de Thrace (auj. péninsule de Gallipoli);
2 la Chersonèse Taurique (auj. Crimée);
3 abs. la Chersonèse, presqu'île entre Épidaure et Trézène (Méthana);
4 ἡ χερσόνησος τῆς Βυβασσίης la Chersonèse de Bybassie.
Étymologie: χέρσος, νῆσος.
Russian (Dvoretsky)
χερσόνησος: новоатт. χερρόνησος ἡ полуостров Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόνησος: νεώτερ. Ἀττ. χερρόνησος, ποιητ. χερόνησος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ χέρσος ἅμα καὶ νῆσος, σχεδὸν νῆσος, peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) νῆσος συνδεδεμένη μετὰ γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ μῆκος τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - ὡσαύτως, ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος χερσόνησος, Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. χερρόνησος και χερόνησος και δωρ. τ. χερσόνασος και κυρην. τ. χέρνασος Α
τμήμα ξηράς που περιβρέχεται από θάλασσα και συνδέεται με την ηπειρωτική ακτή σε μια μόνο πλευρά
αρχ.
1. ως κύριο όν. ἡ Χερσόνησος και Χερρόνησος
ονομασία διαφόρων περιοχών, όπως της Θρακικής Χερσονήσου, της Ταυρικής, δηλαδή της Κριμαίας, της περιοχής μεταξύ Επιδαύρου και Τροιζήνας κ.ά., καθώς και πολλών πόλεων, όπως λ.χ. της Κρήτης, τών ακτών του Ευξείνου, της Σαρδηνίας, της Σικελίας, τών νήσων του Αιγαίου κ.ά.
2. νησί που συνδέεται με γέφυρα με την ηπειρωτική ακτή («ἡ δὲ καλουμένη χερσόνησός ἐστιν ἐπὶ τῇ ἠπείρῳ κειμένῃ νῆσος, γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος/χέρρος + νῆσος.
Greek Monotonic
χερσόνησος: μεταγεν., Αττ. χερρό-, ἡ,
I. γη που μοιάζει με νησί, δηλ. χερσόνησος σε Ηρόδ.
II. 1. ως κύριο όνομα, η Θρακική χερσόνησος, δηλ. η χερσόνησος της Θράκης που βρίσκεται κατά μήκος του Ελλησπόντου, σε Ηρόδ.· επίσης, η χερσόνησος του Ταύρου, η Κριμαία, σε Ηρόδ.· η χερσόνησος ανάμεσα στην Επίδαυρο και την Τροιζήνα, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. a land-island, i. e. a peninsula, Hdt.
II. as pr. n. the Chersonese, i. e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.:—also the Tauric Chersonese, Crimea, Hdt.; the peninsula between Epidaurus and Troezen, Thuc.
Mantoulidis Etymological
καί ἀττ. χερρόνησος (=ξηρά πού εἶναι σχεδόν νησί). Ἀπό τό χέρσος + νῆσος τοῦ νέω (=πλέω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χέρσος.
Translations
peninsula
Afrikaans: skiereiland; Albanian: gadishull; Arabic: شِبْه جَزِيرَة; Armenian: թերակղզի; Asturian: península; Azerbaijani: yarımada; Bashkir: ярымутрау; Basque: penintsula; Belarusian: паўвостраў, паўвыспа; Bengali: উপদ্বীপ; Bikol Central: rawis; Breton: ledenez; Bulgarian: полуостров; Burmese: ကျွန်းဆွယ်; Catalan: península; Chinese Cantonese: 半島/半岛, 半岛; Dungan: банҗядо, банхэдо; Mandarin: 半島/半岛; Min Nan: 半島/半岛, 半岛; Chuvash: ҫурутрав; Crimean Tatar: yarımada; Czech: poloostrov; Danish: halvø; Dutch: schiereiland; Esperanto: duoninsulo; Estonian: poolsaar; Faroese: hálvoyggj, nes; Finnish: niemimaa; French: péninsule, presqu'île; Galician: península; Georgian: ნახევარკუნძული; German: Halbinsel; Greek: χερσόνησος; Ancient Greek: ἀκτά, ἀκτή, ἡ χερσαῖος, πρών, χέρνασος, χερόνησος, χερρόνησος, χεῤῥόνησος, χερσόνασος, χερσόνησος; Gujarati: દ્વીપકલ્પ; Hebrew: חֲצִי אִי; Hindi: प्रायद्वीप; Hungarian: félsziget; Icelandic: skagi; Ido: peninsulo; Indonesian: semenanjung; Irish: leithinis, glasoileán; Italian: penisola; Japanese: 半島; Kalmyk: тоха арл; Kannada: ಅರೆತೆವರು; Karachay-Balkar: джарымайрымкан; Kazakh: түбек, жарты арал; Khmer: ទៀបកោះ, ស្ទើរកោះ, ឧបទ្វីប; Korean: 반도(半島); Kurdish Northern Kurdish: nîvgirav; Kyrgyz: жарым арал, түбөк; Lao: ຄາບສມຸດ; Latin: paeninsula; Latvian: pussala; Ligurian: penisoa; Lithuanian: pusiasalis; Low German: Halfinsel; Macedonian: полуостров; Malay: semenanjung, tanah menanjung, penanjung, jazirah; Malayalam: ഉപദ്വീപ്; Maltese: penizola; Maori: raenga kūiti; Marathi: द्वीपकल्प; Mongolian Cyrillic: хойг; Mongolian: ᠬᠣᠶᠢᠭ; Norwegian Bokmål: halvøy; Nynorsk: halvøy; Ottoman Turkish: آطه; Pashto: جزيره نما, شبه جزيره, ټاپو وزمه; Persian: شبهجزیره; Plautdietsch: Launtenj; Polish: półwysep; Portuguese: península; Romanian: peninsulă; Russian: полуостров; Scots: peninsula; Scottish Gaelic: leth-eilean; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏луоток, полуострво; Roman: pȍluotok, poluostrvo; Slovak: polostrov; Slovene: polotok; Southern Altai: јарым ортолык; Spanish: península; Swedish: halvö; Tagalog: tangway; Tajik: нимҷазира; Tamil: மூவலந்தீவு; Tatar: ярымутрау; Telugu: ద్వీపకల్పము; Thai: คาบสมุทร; Tibetan: གྲིང་ཟུར; Turkish: yarımada; Turkmen: ýarymada; Ukrainian: півострів; Urdu: جزیرہ نما; Uyghur: يېرىم ئارال; Uzbek: yarim orol; Vietnamese: bán đảo; Volapük: tinisul, lafanisul; Walloon: cåziyon, cåziyea; Welsh: penrhyn; West Frisian: skiereilân; Yakut: тумул арыы; Yiddish: האַלבאינדזל; Yoruba: larubawa