νηματώδης

Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A fibrous, in filaments, Plu.2.434a.

Greek (Liddell-Scott)

νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῦ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.

Russian (Dvoretsky)

νημᾰτώδης: нитевидный (μηρύματα Plut.).