νυκτερέτης

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερέτης: -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pêcheur de nuit.
Étymologie: νύξ, ἐρέτης.

Greek Monolingual

νυκτερέτης, ὁ (Α)
αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτ-ερέτης)].

Greek Monotonic

νυκτερέτης: -ου, ὁ, αυτός που κωπηλατεί νύχτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερέτης: ου ὁ ночной гребец, т. е. ночной рыболов Anth.

Middle Liddell

νυκτ-ερέτης, ου, ὁ,
one who rows by night, Anth.