νυκτολάλημα

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[λᾰ], ατος, τό, A spell for making a woman talk in her sleep, PMag.Lond.121.411.

Spanish

práctica para hacer hablar a alguien en sueños

Greek Monolingual

νυκτολάλημα, τὸ (Α)
μαγική επωδός, ξόρκι που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναγκάσει κάποιον, συνήθως γυναίκα, να μιλήσει ενώ κοιμάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + λάλημα (< λαλῶ)].