νυκτιλάλος

Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.

Greek Monolingual

-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτανυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].

Greek Monotonic

νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐλάλος: (ᾰ) лепечущий в ночную пору (κιθάρη Anth.).

Middle Liddell

νυκτῐ-λά˘λος, ον,
nightly-sounding, Anth.