ξενοκαδής

Revision as of 16:16, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A caring for strangers, Pi.Pae. Oxy.841 Fr.131.

English (Slater)

ξενοκᾱδής
   1 caring for strangers ξενοκαδ[ (Pae. 10.14)

Greek Monolingual

ξενοκαδής, -ές (Α)
αυτός που φροντίζει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κᾱδής, δωρ. τ. του -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. δημο-κηδής].