ές, A caring for strangers, Pi.Pae. Oxy.841 Fr.131.
ξενοκᾱδής
1 caring for strangers ξενοκαδ[ (Pae. 10.14)
ξενοκαδής, -ές (Α)
αυτός που φροντίζει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κᾱδής, δωρ. τ. του -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. δημο-κηδής].